Συνολικές προβολές σελίδας

20 Νοεμβρίου 2011

Αγιονόρι


Το Αγιονόρι και το κάστρο του.

Στο μέσο περίπου της Κοντοπορείας, της ανατολικότερης δηλαδή οδού που οδηγούσε από τον Ισθμό στο Άργος και χρησιμοποιήθηκε τόσο από τον ιστορικό Ξενοφώντα, όσο και από τον Αγησίλαο με τον Σπαρτιατικό στρατό, στην ίδια πλευρά της κλεισούρας του Αγιονορίου, κτίστηκαν τη μεσαιωνική εποχή δύο φρούρια. Στην είσοδο της κλεισούρας χτίστηκε το σημερινό «Καστράκι» (ενδεχομένως η «Ξεροκαστελλιά» που αναφέρεται σε ανέκδοτο τουρκικό Κατάστιχο που συντάχτηκε λίγο μετά το 1460) και στην έξοδό της το δεύτερο φρούριο, γνωστό στην περιοχή ως «κάστρο του Αϊνοριού». Κοντά στο κάστρο αυτό αναπτύχθηκε σημαντικός μεσαιωνικός οικισμός, που συναντάται στις πηγές με τα ονόματα Ενόριον (εντός των ορίων), Enoria (Ενορία), Άγιον Όρος, Αγιονόρι (Alinori, Alonori, Altori) και Αϊνόρι (Ainori). Το έδαφος του Αγιονορίου είναι ορεινό και ανήκει στην εκτεταμένη οροσειρά που χωρίζει την Κορινθία από την Αργολίδα. Δυτικά του απλώνεται μικρή και στενή εύφορη κοιλάδα, όπου σήμερα υπάρχει το χωριό Στεφάνι. Παρ’ ό,τι στις αρχαίες πηγές δεν υπάρχει καμία αναφορά που να πιστοποιεί την ύπαρξη πολίσματος στην περιοχή, ίχνη τειχών που έχουν βρεθεί στο μικρό ύψωμα Δραγατούρα, σκόρπια θραύσματα αγγείων που έχουν εντοπιστεί καθώς και διάφορες επιγραφές ή μαρμάρινα μέλη που είναι εντοιχισμένα σε εκκλησίες της περιοχής, όπως ο Άγιος Νικόλαος, συμβάλλουν στη βάσιμη υπόθεση ότι η μικρή κοιλάδα του Αγιονορίου είχε κατοικηθεί από τους αρχαίους χρόνους.




Μάλιστα από τον ντόπιο ιστοριογράφο Ιωάννη Παπαχρήστου έχει υποστηριχτεί ότι στην περιοχή Αγιονορίου βρισκόταν η θέση του αρχαίου οικισμού Πέτρη (Πέτρα) που μνημονεύεται από τον Ηρόδοτο και θεωρείται πατρίδα του Ηετίωνος και του γιού του Κυψέλου, μετέπειτα τυράννου που άκμασε περί το 480 π.Χ. και την πληροφορία ότι Γερμανοί περιηγητές χρησιμοποίησαν το τοπωνύμιο «Αγηνόριον», πιθανολογεί επίσης ότι αυτό υπήρξε το όνομα αρχαιότατου συνοικισμού, τον οποίο ίδρυσε ο μυθικός Αγήνωρ, εγγονός του ιδρυτού του Άργους Φορωνέως, «στο βορειότερο οροπέδιο της Αργολίδας παρά τα όρια της Κορινθίας», δηλαδή στη σημερινή θέση Αγιονορίου-Στεφανίου.
Κατά τον Καθηγητή Μιχ. Κορδώση, ο οποίος έχει εντρυφήσει στην ιστορία της περιοχής, στο Αγιονόρι (Ενόριον) δίδαξε ο Νίκων ο Μετανοείτε λίγο μετά το 970, η δε ονομασία του οικισμού «Άγιον όρος» που απαντά στο Χρονικό του Μωρέως, υπήρχε ήδη από τα μέσα του 12ου αιώνα. Πάντως δεν είναι βέβαιο εάν το Αγιονόρι διέθετε αξιόλογες οχυρώσεις την εποχή που ήρθαν οι Φράγκοι, μολονότι εξακολουθούσε και τότε να υπάρχει σαν οικισμός.



Τα 1365 το Αγινόρι (Alinori) αναφέρεται στα έγγραφα εσόδων του δυνάστη της καστελλανίας Κορίνθου Νικολάου Acciaiuoli, χωρίς το φρούριό του. Η περιοχή του τότε εντασσόταν στο φρούριο του Αγίου Βασιλείου. Τα κάστρο του Αγιονορίου πρέπει να κτίστηκε μεταξύ των ετών 1377 και 1450 και περιελάμβανε πολλές εκκλησίες, οι οποίες σήμερα είναι μερικώς ή τελείως ερειπωμένες. Μεταξύ αυτών ο Άγιος Μάρκος, ο Άγιος Στέφανος, ο Άγιος Γεώργιος, η Παναγία (Κοίμησης Θεοτόκου), οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Αγιάννης Ψηλός (Πρόδρομος;), ο Αγιάννης Σκουφίτσα (Θεολόγος;), ο Άγιος Αθανάσιος, η Ζωοδόχος Πηγή, ο Άγιος Ανδρέας, ο Άγιος Αδριανός, η Χρυσοπηγή, και ναοί Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και Ταξιαρχών, Άγιος Σοφρώνιος.



Στην κοιλάδα, ερειπωμένες ή πρόσφατα ανοικοδομημένες πάνω σε παλιά χαλάσματα, υπάρχουν οι εκκλησίες Παναγία, Άγιος Βλάσης, Άγιος Δημήτριος, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Στέφανος, Άγιος Μάμας, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Γεώργιος και «χαλασμένο κλησί» (χαλασμένη εκκλησία». Στα γύρω βουνά υπάρχουν ερειπωμένες οι εκκλησίες Αγία Μαρίνα και Άγιος Ηλίας και ακέραιη με ίχνη τοιχογραφιών η εκκλησία Άγιος Ιωάννης.







Κατά το Δημήτριο Βαρδουνιώτη, που έγραψε σχετικά το 1913, η ανέγερση πολλών ναών στο Αγινόρι, μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: Από τους αρχαίους χρόνους υπήρχε στον Άθωνα πόλη Κλεωναί, κοντά στη Μονή των Ιβήρων, που μνημονεύεται από τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη και ενδέχεται να ήταν αποικία των Κλεωναίων της Αργολίδας. Όταν ο Άθως κατοικήθηκε από μοναχούς και μεταβλήθηκε σε Άγιον Όρος με πολλές χριστιανικές μονές και ναούς, δημιουργήθηκε εκεί και σκήτη Μωραϊτών (Πελοποννησίων), μεταξύ των οποίων και Κλεωναίοι. Ίσως δε Κλεωναίοι μοναχοί της Χαλκιδικής, επανερχόμενοι κάποτε στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, δημιούργησαν ένα μικρό Άγιον Όρος με πολλούς ναΐσκους και ονόμασαν το όρος Αγιονόρι. Η παρακινδυνευμένη αυτή θεωρία, χωρίς βέβαια να επιβεβαιώνεται, ενισχύεται έμμεσα από τον βυζαντινολόγο Νικόλαο Καλογερόπουλο, ο οποίος, περιγράφοντας το 1925 την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, σημειώνει ότι «τα έργα του ναού ανήκουν εις την καλλίστην εποχήν της παλαιολογείου τέχνης και είναι συναφή προς τα του Αγ. Όρους όσον αφορά την τεχνικήν και την καλλιτεχνικήν εκδήλωσιν» και ότι «εις την καμάραν του ιερού παριστάνεται η Ανάληψις ως εν Βατοπεδίω και Μεγαρική ή αλλαχού».





Το έτος 1452 ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’, σχεδιάζοντας την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, έστειλε στην Πελοπόννησο τον Τουραχάν με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, για να εμποδίσει τους δύο δεσπότες, Θωμά και Δημήτριο, αδελφούς του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, να στείλουν βοήθεια στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα. Οι Έλληνες όμως κατόρθωσαν να καταστρέψουν ένα μέρος του εχθρικού στρατού και να πιάσουν αιχμάλωτο τον επικεφαλής των Τούρκων Αχμέτ, στο στενό των Δερβενακίων ή, κατ’ άλλη εκδοχή, σε εκείνο του Αγιονορίου.




Στο αρχείο Nani το Αγινόρι καταγράφεται μαζί με τις Λίμνες Αργολίδας (Agionori e Limnes), προφανώς λόγω γειτνίασης και ιδιαίτερων ίσως οικονομικών σχέσεων των κατοίκων τους.



Ο Τούρκος δυνάστης της Κορίνθου Κιαμήλ-Μπέης αποκαλούσε το Αγιονόριο «Γκιουζέλ» (ωραίο) «Αϊνόρι». Ο Γάλλος Pouqueville που πέρασε από την περιοχή λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση περιγράφει χωριό μια ώρα νοτιοδυτικά της Κουρτέσσας, με 110 συνολικά οικογένειες, εκ των οποίων 80 Αλβανών χριστιανών.

Η παράδοση, σύμφωνα με την οποία το χωριό είχε κάποτε χίλια σπίτια, τοποθετεί το σημαντικότερο μέρος του «Στου Φραντζή», όπου υπήρχε πηγή με ιαματικό νερό, που θεράπευσε τον άρρωστο αδελφό του βασιλιά των «Μιστρών».



Από το Αγιονόρι κατάγονταν η περίφημη οικογένεια των Καλαράδων, από τους οποίους ο Γεώργιος, ιατρός και Φιλικός, προσέφερε στην Επανάσταση του 1821 πολλές υπηρεσίες και αργότερα εκλέχτηκε Εθνοσύμβουλος.

Το 1822 στην Κλεισούρα του Αγιονορίου, όπου πολέμησε γενναιότατα και ο Νικηταράς, συντελέσθηκε η καταστροφή και διάλυση της αποδεκατισμένης στρατιάς του Δράμαλη, που αριθμούσε περί τις δέκα οκτώ χιλιάδες στρατιώτες. Κατά την μάχη αυτή το Βυζαντινό κάστρο της περιοχής χρησιμοποιήθηκε σαν στρατηγείο από τον Πρίγκηπα Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα.



Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και τη σύσταση των πρώτων δήμων το 1834, το Αγιονόρι έγινε έδρα του ομώνυμου δήμου, ο οποίος το 1840 συγχωνεύτηκε με τον τ. Δήμο Κλεωνών. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού κατέβηκαν στο νεοσύστατο Χιλιομόδι και το Αγιονόρι άρχισε να φθίνει πληθυσμιακά: Ενώ το 1839 είχε 500 κατοίκους, κατά τα επόμενα χρόνια 1846, 1851, 1879 και 1901 οι κάτοικοί του περιορίστηκαν σε 124, 149, 204 και 238 αντίστοιχα.

Μετά το 1912, που συστήθηκε αυτοτελής κοινότητα Αγιονορίου, σημειώθηκε σταδιακή πληθυσμιακή ανάκαμψη. Έτσι το 1920 το χωριό είχε 350 κατοίκους, 364 το 1928, 439 το 1940, 399 το 1951 και 395 το 1961.


Από το 1988 αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Τενέας με πληθυσμό 308 (απογραφή 2001), κύρια ασχολία των κατοίκων του τη γεωργία και τη κτηνοτροφία και παραγόμενα προϊόντα το εξαιρετικό ελαιόλαδο, κρέας και γάλα εγνωσμένης ποιότητας και παλαιότερα εκλεκτός καπνός.

Πηγή:tenea.gr/cms/index.php




Δεν υπάρχουν σχόλια: