Συνολικές προβολές σελίδας

25 Οκτωβρίου 2011

Κορέστεια τα νεκρά χωριά

Κορέστεια τα νεκρά χωριά

Ένα χωριό εγκαταλελειμένο ένα τοπίο μαγικό....
Το φωτογράφισα υπό βροχήν και το αποτέλεσμα ήταν πιο ενδιαφέρον....

Βρίσκεται στο δρόμο που συνδέει την Καστοριά με τις Πρέσπες. Στο χωριό αυτό, το πλήρως εγκαταλελειμμένο, υπάρχουν τα ταπεινά και ταυτόχρονα εντυπωσιακά πλινθόκτιστα σπίτια, με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα τους. Σπίτια φτιαγμένα από ψημένο πηλό, με στέγες από καλάμια και κεραμίδια, προορισμένα να χαθούν στο πέρασμα του χρόνου.






AΠOKOΣMH OMOPΦIA Τα Κορέστεια θυμίζουν κινηματογραφικό σκηνικό - ήταν επιλογή του Θόδωρου Αγγελόπουλου για να γυρίσει σκηνές από «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» και του Παντελή Βούλγαρη για την «Ψυχή Βαθιά». Ο παλιός οικισμός έχει εγκαταλειφτεί πριν από πολλά χρόνια. Βουλιάζοντας στην απόλυτη σιγή, ακούμε τους τριγμούς από την κατάρρευση των τοίχων των άδειων σπιτιών, που δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της μάζας του χιονιού. Εγκατάλειψη και μοναξιά, τοπίο ναρκωμένο. Μέσα σε αυτή την εκκωφαντική σιωπή συνειδητοποιείς την «άλλη» Ελλάδα, που δεν την έχει αγγίξει το ραβδί της τουριστικής ευωχίας. Τα σπίτια, που χρονολογούνται από τις αρχές του περασμένου αιώνα, είναι χτισμένα με πλίνθους, πηλό και λάσπη. Μόνο στη θεμελίωσή τους χρησιμοποιήθηκε λιθοδομή, στην οποία στηρίζονταν οι πλίνθοι για να γίνει στέρεο το κτίσμα. Τα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμησή τους είναι ανεπίχριστα, άψητα, ωμά. Αποτελούνται από λάσπη και άχυρα που χύθηκαν σε απλό καλούπι, που ξεράθηκε στον ήλιο. Οι στέγες σκεπάζονταν με ξύλα, καλάμια και κεραμίδια. Φτιαγμένα από λάσπη και πηλό, ταυτόχρονα ταπεινά και εντυπωσιακά, έχουν ένα χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα και ξεπροβάλλουν πίσω από τις καρυδιές. Ολα τα κτίσματα κοιτάζουν προς μία κατεύθυνση, την ευεργετική δηλαδή νότια πλευρά. Δεν υπάρχει κανένα άνοιγμα στη βορινή πίσω όψη. (Οπως φαίνεται, η βιοκλιματική αρχιτεκτονική στηρίζει τα θεμέλιά της στη λαϊκή αρχιτεκτονική.) Τα σπίτια της «λάσπης» χτίζονταν μέχρι το 1940· μετά τον Εμφύλιο η περιοχή ρήμαξε. Οι κάτοικοι σκόρπισαν σε Αυστραλία, Καναδά και Αμερική. Συναντήσαμε τρεις ανθρώπους όλους κι όλους. Κινούνταν με ρυθμούς ολότελα αργούς, σαν να ήθελαν με αυτήν τη νωθρότητα να γεμίσουν τον άδειο χώρο... Πηγή:trans.kathimerini.gr/...
...περί αρχιτεκτονικής ο λόγος.

της Δήμητρας Κύρκου Αρχιτέκτων - Μηχανικός ΑΠΘ
Στον επαρχιακό, παραµεθόριο δρόµο που ενώνει την Καστοριά µε τις Πρέσπες, θα συναντήσει κανείς στο πέρασµα του ορισµένα χωριά, διαφορετικά από τα υπόλοιπα της Δυτ. Μακεδονίας.
Τα Κορέστεια, όπως ονοµάζονται στο σύνολο τους, είναι γνωστά ως “τα πλίνθινα χωριά” και παρουσιάζουν µια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, σπάνια στον ελλαδικό χώρο σε µέγεθος ολόκληρου οικισµού.
Και καθώς η αρχιτεκτονική ήταν ενίοτε συνυφασµένη µε τον άνθρωπο, αναρωτιέται κανείς τι συµβαίνει µε την αρχιτεκτονική ενός χώρου που έχει εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους του.
Ο Γιάννης Χατζηγώγας, καθηγητής στην Αρχιτεκτονική σχολή του Α.Π.Θ. στο βιβλίο του “Το cinema του αρχιτέκτονα”, αναφέρει µεταξύ άλλων ότι “…άλλα πράγµατα βλέπει κάθε άνθρωπος στον αρχιτεκτονικό χώρο. Ανάλογα µε τη γλώσσα που µιλά, το φώτοσοπ του µυαλού του, τις θεωρίες και τους τρόπους απεικόνισης και άλλα, ανάλογα µε τα βιώµατα του και το τί σχεδιάζει ως συνέχεια της όρασης”. 1
Αυτό ακριβώς συµβαίνει και στην περίπτωση των Κορεστείων. Οι επισκέπτες που καταφθάνουν µε τα τουριστικά λεωφορεία κάθε Κυριακή αντικρίζουν ερειπωµένα χωριά, χτισµένα από κοκκινόχρωµα πλιθιά, θαυµάζοντας τη σπανιότητα της κατασκευής τους µε τον ίδιο τρόπο που θα θαύµαζαν και κάποια πλατεία στην πόλη της Βενετίας, ενώ µοναχικοί ταξιδευτές απολαµβάνουν ένα ταξίδι στο χρόνο ανάµεσα στα σπίτια από λάσπη και άχυρο και στη φύση όπου δεσπόζει το κοκκινόχωµα. Ακόµη και άνθρωποι από το χώρο του κινηµατογράφου, όπως ο Παντελής Βούλγαρης µε την ταινία του “Οι Νύφες”, είδαν στον τόπο αυτό το απόλυτο κινηµατογραφικό σκηνικό.
Η αρχιτεκτονική, όµως, ενυπάρχει σε καθεµιά από τις οπτικές αυτές, αλλά ταυτόχρονα και στο σύνολο τους. Τα χωριά των Κορεστείων (Πάνω και Κάτω Κρανιώνα, Πάνω και Κάτω Μελάς, Μακροχώρι, Χαλάρα, Μαυρόκαµπος, Άγιος Αντώνιος και Γάβρος), εκτός από εκείνο του Νέου Οικισµού, χτίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα εξολοκλήρου από ανεπίχριστα άψητα, ωµά τούβλα. Τα επονοµαζόµενα πλιθιά, ή αλλιώς πλίθρες, φτιάχνονταν από λάσπη και άχυρα, ως συνδετικό υλικό στο ρόλο του κονιάµατος, τοποθετούνταν σε καλούπια και ξεραίνονταν στον ήλιο. Μόνο στη θεµελίωση χρησιµοποιούνταν λιθοδοµή, όπου και στηρίζονταν οι πλίθρες.
Τα καλύτερα διατηρηµένα κτίσµατα, που αγωνίζονται να κρατήσουν ανέπαφα τα κατασκευαστικά και µορφολογικά τους χαρακτηριστικά, βρίσκονται στην Άνω και Κάτω Κρανιώνα. Στα εδώ πλιθρόκτιστα κτίσµατα φαίνεται ευδιάκριτα ο τρόπος κατασκευής µε τις ενδιάµεσες ξυλοδεσιές και σε ορισµένες περιπτώσεις η χρήση µιας ελαφριάς, ξυλόπηκτης κατασκευής, τύπου τσατµά (πλαισιωτός σκελετός). Ο τρόπος χτισίµατος µε ωµές πλίθρες δεν ήταν βέβαια άγνωστος στις υπόλοιπες περιοχές του ηπειρωτικού χώρου της Ελλάδας. Χρησιµοποιούνταν όµως, όχι για το σύνολο των κτισµάτων ενός οικισµού όπως συµβαίνει στα Κορέστεια, αλλά µεµονωµένα, για την ανέγερση βοηθητικών, πρόχειρων κτισµάτων. Αντίθετα, ο εµπειρικός αυτός τρόπος κατασκευής στην περίπτωση των Κορεστείων δεν είναι καθόλου πρόχειρος, κάτι που διαφαίνεται σε ορισµένες κατασκευαστικές λεπτοµέρειες, όπως στα ανακουφιστικά τόξα πάνω από το ανωκάσι των κουφωµάτων.
Τα κουφώµατα είναι απλές, αδρές, ξύλινες κατασκευές όπου ελάχιστα τζαµλίκια έχουν σωθεί. Χαρακτηριστική είναι η εξώπορτα των σπιτιών, η οποία είναι δίφυλλη και αρκετά φαρδιά, καθώς από εκεί περνούσαν τόσο οι άνθρωποι, όσο και τα ζώα. Εξωτερικά επιχρίσµατα συναντώνται σπάνια, κυρίως σε νεότερα κτίσµατα, και στις ελάχιστες αυτές περιπτώσεις παρατηρείται µια απαλή απόχρωση του γαλάζιου, όπου το χρώµα φαίνεται να αναµιγνύονταν µαζί µε τον σοβά.
Όσον αφορά στη µορφολογία, τα κτίσµατα του οικισµού είναι κατά βάση πλατυµέτωπα και διώροφα, µε τριµερή διάταξη της κάτοψης και στους δύο ορόφους. Στο ισόγειο, οι δύο ακριανοί χώροι έχουν λίγα και µικρά παράθυρα, επικοινωνούν µόνο µέσω του τρίτου χώρου που βρίσκεται ανάµεσα τους και χρησιµοποιούνται κατά κανόνα για τις γνωστές δευτερεύουσες λειτουργίες των αγροτικών σπιτιών, δηλαδή για αποθήκευση, για στάβλιση των ζώων και κατά περίπτωση, για κάποιες ειδικές εργασίες. Ο ενδιάµεσος χώρος φιλοξενεί τη σκάλα και στην όψη του υπάρχει η εξωτερική είσοδος, διαδραµατίζοντας έτσι ρόλο κόµβου της κατακόρυφης κυκλοφορίας. Στον όροφο ο αντίστοιχος προθάλαµος εµφανίζεται άλλοτε µερικά ή ολικά κλειστός και άλλοτε, προεκβάλλει προς τα έξω µε τη µορφή µικρού µπαλκονιού, στηριζόµενο πάνω σε ξύλινα φουρούσια.
Αντίστοιχη διάταξη δωµατίων µε εκείνη του ισογείου, ακολουθείται και στον όροφο, µε την εσωτερική συµµετρία να γίνεται πάντα εµφανής και στη µακριά όψη του κατά βάση ορθογώνιου κτίσµατος. Το ένα δωµάτιο, όπου συνήθως υπάρχει και το τζάκι, αξιοποιείται για την εσωτερική ζωή των µελών της οικογένειας και λειτουργεί ως κουζίνα, καθιστικό και υπνοδωµάτιο µε τις ονοµασίες σπίτι, µαγειρειό, οντάς. Ο δεύτερος χώρος χρησιµοποιείται κυρίως ως καλό δωµάτιο για την υποδοχή ξένων, µε τις ονοµασίες σάλα ή µουσαφίρ οντάς. Ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου στα πολύτιµα κείµενά του για το ελληνικό παραδοσιακό σπίτι επισηµαίνει ότι “…πιθανότερα θα χωρίζονταν στοιχειωδώς ο χώρος διηµέρευσης και µαγειρέµατος από εκείνη του ύπνου. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, η όποια χωροθέτηση των λειτουργιών θα χαρακτηριζόταν από ευελιξία”. 2
Μπορεί λοιπόν, στην εσωτερική διάρθρωση να εµφανίζεται µια ευελιξία, ωστόσο εξωτερικά και µάλιστα στο σύνολό τους τα κτίσµατα φαίνονται να έχουν κτισθεί µε έναν συγκεκριµένο προσανατολισµό. Έχοντας όλα, τα βλέµµατα τους στραµµένα προς µια κατεύθυνση, µοιάζουν να σε κοιτούν σαν να ζητούν κάτι από εσένα. Αυτό µαρτυρεί κι η χωροθέτησή τους, καθώς τα ανοίγµατα των κτισµάτων βρίσκονται στην ευεργετικότερη, νότια πλευρά, ενώ είναι ανύπαρκτα στη βορεινή, πίσω όψη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, ακόµη κι οι σύγχρονες τάσεις της λεγόµενης βιοκλιµατικής αρχιτεκτονικής στηρίζουν τις θεµελιώδεις αρχές τους στη λαϊκή αρχιτεκτονική.
Μια αρχιτεκτονική που παλεύει να επιβιώσει στο πέρασµα του χρόνου. Μια µοναδική περίπτωση άλλωστε, αποκατάστασης ενός κτιρίου στην Κρανιώνα, αλλά ακόµη περισσότερο η άριστη κατάσταση του συνόλου των κτισµάτων, µέσα στο κινηµατογραφικό αλλά απόλυτα εναρµονισµένο µε τη φύση σκηνικό, µοιάζουν να βροντοφωνάζουν για µια άµεση, ήπια επέµβαση, συντήρηση και αξιοποίηση αυτού του µαγευτικού τόπου.
                                                                           
                                                                        
Φεύγοντας η μόνη ζωντανή ψυχή που μας αποχαιρέτισε ήταν αυτός ο σκυλάκος.... Ο δρόμος του γυρισμού ήταν πιο μελαγχολικός γεμάτος σκέψεις για όλες τις ζωές τις χαρές και τις λύπες που φιλοξένησαν αυτά τα όμορφα σπίτια, για τα γέλια και τα δάκρυα που αντηχούσαν σ΄αυτές τις γειτονιές.... Και το ποτάμι κυλούσε το ίδιο όπως παλιά και ο δρόμος μας φαινόταν πιο μακρύς........... Η απάντηση η ίδια:τίποτα δεν είναι πιο πολύτιμο απ΄την ζωή!
Τέλος ταξιδιού πίσω στο χρόνο.... Σοφιάννα Αγγελοπούλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: