Συνολικές προβολές σελίδας

17 Νοεμβρίου 2012

Οδοιπορικό στην Ευρυτανία Νο 10


Η Γέφυρα της Τέμπλας, στον Αχελώο ή Άσπρο ποταμό, ενώνει το νομό Ευρυτανίας με τον νομό της Αιτωλοακαρνανίας, ένα πετρόχτιστο γεφύρι σχεδιασμένο από Ιταλούς Μηχανικούς το 1915. Πριν τη κατασκευή του, υπήρχε ένα ξύλινο ''τέμπλα'' όπου παρέμεινε το όνομα του και στο καινούριο. Παλιά το λέγανε και γεφύρι του Στράτου, του Νικολάου Στράτου, του δικηγόρου και βουλευτή από το Λουτρό της Αιτωλοακαρνανίας, ο οποίος μερίμνησε για τη κατασκευή του. Το αποκαλούν και γέφυρα των Βρουβιανών, χωριού της Αιτωλοακαρνανίας που βρίσκεται κοντά του. Η γέφυρα έγινε στόχος ανατίναξης κατα τον εμφύλιο πόλεμο και απο τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Φέρει δε μεγάλη ρωγμή στο ανατολικό της βάρθρο μετά από αποτυχημένη έκρηξη.
Πηγή:http://www.evrytania.eu/D.Aspropotamou/Templa.htm






Φίδι στο ποτάμι









Γέφυρα Τέμπλας
Η ανάγκη επικοινωνίας των κατοίκων της επαρχίας μας, εκτός των άλλων έχει αφήσει σε εμάς τους νεώτερους ζωντανά καλλιτεχνήματα-στοιχεία πολιτισμού άλλων εποχών.Ένα τέτοιο, που έχει χαρακτηριστεί και ως διατηρητέο μνημείο, από την αείμνηστη υπουργό πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, είναι το γεφύρι της Τέμπλας. Κόσμημα για το χωριό μας που δεσπόζει στη ευρύτερη περιοχή.
Μεγάλο και επιβλητικό γεφύρι, με μορφή έξω από τη συνηθισμένη παραδοσιακή γραμμή των κατασκευών του είδους. Φαίνεται πως θέλησε να ανταποκριθεί στις πρόσθετες ανάγκες που φέραν οι καινούριοι καιροί.
Χτισμένο στις αρχές του 20ου αιώνα με προδιαγραφές για πολύχρονη χρήση, ανακούφισε τα χωριά της περιοχής, αυτά του Βάλτου της δεξιάς όχθης και εκείνα της Ευρυτανίας από την άλλη πλευρά, επιτρέποντάς τους την επικοινωνία.
Και τι δεν υπέφεραν από τους θυμούς του Αχελώου, μέχρι να γίνει το έργο, που ας σημειωθεί αποφάσισε να χρηματοδοτήσει ο τότε βουλευτής Νίκος Στράτος, καταγόμενος από τα μέρη μας.
Με κίνδυνο της ζωής τους οι κάτοικοι της περιοχής, επιχειρούσαν να περάσουν απέναντι χρησιμοποιώντας πότε σχοινιά, πότε ξύλα και πότε περαταριές, άλλοτε πλωτές και άλλοτε εναέριες.
Κάποτε όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, αφού εκτός της ταλαιπωρίας και του κινδύνου, υπήρξαν δυστυχώς και πνιγμοί ανθρώπων, μαζεύτηκαν αρκετοί 60-70 άντρες, ανέβηκαν στο βουνό και κόψανε ένα τεράστιο έλατο, όσο το πλάτος του ποταμού στο σημείο εκείνο και στήσανε ένα γεροδεμένο ξύλινο γεφύρι, που λόγο του χρώματος του έμεινε γνωστό σαν το πράσινο γεφύρι.
Για αρκετό διάστημα με αυτή την τέμπλα, το μακρύ και σχετικά φαρδύ κορμό, το πρόβλημα λύθηκε.
Από τον κορμό αυτό, δηλαδή την τέμπλα πήρε και την ονομασία «Γέφυρα Τέμπλας».
Μάλιστα και ολόκληρη η γύρο περιοχή ονομάστηκε από τότε και παραμένει μέχρι σήμερα γνωστή σαν Τέμπλα.

Δυστυχώς, η ήρεμη και χωρίς προβλήματα διάβαση του ποταμού, δεν έμελε να κρατήσει για πολλά χρόνια. 
Η διακοπή μάλιστα σημαδεύτηκε από ένα παρά λίγο τραγικό γεγονός. Καθώς ένας τσοπάνος από το χωριό μας περνούσε από το γεφύρι απέναντι στη Ευρυτανία, για να βοσκίσει το κοπάδι του, έσπασε το ξύλινο γεφύρι και άνθρωπος και ζώα βρέθηκαν μέσα στα ορμητικά νερά του Αχελώου, που όντας Δεκέμβρης μήνας κατέβαζε με δύναμη. Ευτυχώς, ο τυχερός τσοπάνης κατάφερε να σωθεί, έχασε όμως τα περισσότερα ζώα του κοπαδιού του.
Το πέτρινο λοιπόν γεφύρι που χτίστηκε αργότερα, συνέχισαν να το λένε «της Τέμπλας» και μπορούμε να φανταστούμε τη σήμαινε για τον ταλαιπωρημένο τόπο. 
Θεωρήθηκε και όχι άδικα, μεγάλο και χρήσιμο έργο, που κατάφερε να συνδυάσει κατά τον καλύτερο τρόπο, την υψηλή τεχνική με την ανεπιτήδευτη τέχνη. 
Βέβαια ήταν φυσικό αυτό, από τη στιγμή που την κατασκευή ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας, έμπειροί Ηπειρώτες μάστοροι.
Το γεφύρι, με ιδιαιτέρα φροντισμένες, όλο πελεκητές τις πέτρες του, καλύπτει το πλάτος του ποταμού με ένα μεγάλο κυκλικό στο σχήμα τόξο 24 μέτρα διάμετρο, ενώ άλλα μικρότερα, τρία από τη μια και πέντε από την άλλη, προνοούν για τις μεγάλες κατεβασιές του Αχελώου, να ανακουφίζουν δηλαδή τότε που τα νερά θα ανεβαίνουν ψιλά στα παραπέτα, που κάποιες φορές θα τα κάλυπταν και εντελώς. 
Τούτα τα βοηθητικά όμως τόξα (ένα από την κάθε πλευρά), δεν προφταίνουν να ολοκληρώσουν το σχήμα τους παραμένοντας ψευτοκαμάρες, «ψηλώνουν» αναπάντεχα το μπόι τους, εγκαταλείποντας τη γνώριμη κίνηση του κύκλου.
Από πάνω το κατάστρωμα διάβασης, αρκετά πλέον πλατύ, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να οριζοντιωθεί πλήρως. Ανέρχεται και από τα δύο άκρα του και μόνο ένα τμήμα του στο κέντρο παραμένει επίπεδο.
Δίπλα ακριβώς από το γεφύρι, διακρίνονται ακόμη μέχρι και σήμερα τα απομεινάρια από ένα παλιό χάνι, που εξυπηρετούσε περαστικούς και ταξιδιώτες που διάβαιναν το ποτάμι. 
Ιδιοκτήτης του από το 1927 που το κατασκεύασε, ο αείμνηστος συγχωριανός μας Χρήστος Μουτσώκος. Ένας άνθρωπος «ζωντανή» μαρτυρία για τη ζωή του γεφυριού μα και όλης της γύρο περιοχής. Το 1957 εγκατέτιψε το ρημαγμένο πια χάνι του και ανέβηκε λίγο ψιλότερα, σκαρώνοντας ένα μικρό καφενίο-μπακάλικο, που αν και η πινακίδα του ξαφνιάζει με εκείνο το “CAFETERIA SNAK BAR”, παρέμεινε ταπεινό σαν το παλιό μαγαζάκι.

Παραθέτουμε στο σημείο αυτό τη μαρτυρία του αείμνηστου συγχωριανού μας Χρήστου Μουτσώκου, στον σπουδαίο ερευνητή Σπύρο Μαντά, που τον συνάντησε στο καφενείο του στα μέσα της δεκαετίας του 80. :
Περνούσαμαν παλιά από δω με τριχιές, με σανίδια, με περαταριές. Δυο σχοινιά, συρμάτινα αυτά, δεμένα επάνω, το ένα άκρο από δω , το άλλο από πέρα. 
Στο μεταξύ απάνω σ’ αυτό ήταν ένα τετράγωνο, σαν μπαούλο ας υποθέσουμε και έμπαινε μέσα ο επιβάτης που ήθελε να περάσει. Όταν έμπαινε μέσα, το τράβαγε εκείνος από πέρα και αυτό είχε κρικέλλες, έτσι πάενε ψηλά στα σύρματα ….βρρρρ….. πέρναγε από την άλλη μεριά.
Ύστερα φτιάξαμαν την τέμπλα, το πράσινο γιοφύρι, μέχρι που ‘σπασε και έπεσε μέσα ένας τσοπάνης. Ο άνθρωπος αυτός που έπεσε μέσα ήταν απ’ το χωριό, μάλιστα ήταν και πεθερός μου, Φώτης Ματσιούλας λεγόταν. 
Ο καιρός ήταν Δεκέμβριος μήνας και τ’ αυτού μη λογαριάζεις τη ήτανε. Από δω άπλωνε τα γίδια ψηλά στο ξύλο να περάσουν πέρα να τα βοσκίσει. Προχώρησε βέβαια κι αυτός από κοντά. Δεν κατάλαβε ότι το γιοφύρι ήταν επικίνδυνο, η τέμπλα αυτή είχε σαπίσει. Κρακ… έσπασε, κόπηκε και πάνε όλοι μέσα. Τα γίδια πνιγήκανε και αυτός πετάχτηκε εκατό μέτρα παρακάτω. Βγήκε απ’ το πέρα μέρος αυτός, ήταν δεινός κολυμβητής αυτός, απ’ τα Βρουβιανά.
Από τότε άρχισαν να φωνάζουν για το γιοφύρι. 
Έτυχε να είναι τότε και ο πατριώτης μας ο Στράτος, που ήταν από δω , απ’ το Βάλτο, απ’ την Αμφιλοχία απ’ έξω, από ένα χωριό το Λουτρό ή κρίκελλο σήμερα.
Αυτό το γιοφύρι το πέτρινο, έγινε επί υπουργίας του Νίκου Στράτου. Ναι.
Έκοψε αυτές τις πιστώσεις από το κράτος και έφτιαξε τα δύο γιοφύρια αυτά, του Αυλακίου πέρα και τούτο.
Έγινε πρώτα του Αυλακίου από τα ‘5 μέχρι το ‘8, έκαναν ότι έκαναν εκεί και τα καλούπια, επειδή δεν υπήρχε συγκοινωνία τα έριχναν μέσα στο ποτάμι και τα έφερναν εδώ. Συμπλήρωσαν βέβαια και υπόλοιπα και άρχισαν το γιοφύρι εδώ το 1908.
Προχώραγαν, οι μάστοροι αυτοί ήταν όλοι Ηπειρώτες από πέρα. 
Ο εργολάβος λεγόταν Κωνσταντίνος Ν. Παρίσης. Οι πρωτομάστοροι, Γεώργιος Σταμάτης και Βασίλειος Σούλης, Ηπειρώτες κι αυτοί. Καταγόταν από ένα χωριό, δε θυμάμαι καλά, Βύσσιανη; Κάπου εκεί πέρα να πούμε. Δεν το θυμάμαι, όχι.
Οι εργάτες που ερχόταν από εδώ τα γύρω χωριά, έπαιρναν 5 λεφτά μεροκάματο. Όποιος έπαιρνε μια πεντάρα, ήταν το ανώτερο μεροκάματο. Τότε του δίναν συγχαρητήρια οι άλλοι που έκοψε πέντε λεπτά την ημέρα αυτός ο άνθρωπος . Τόσο ήταν τότε το μεροκάματο.
Στεκόταν ο εργολάβος, όταν άρχισε για να κλειδώσει η μεγάλη καμάρα. Στεκόταν ο μηχανικός, με το βιβλίο στα χέρια. Τα λιθάρια αυτά, τα αγκουνάρια που λέμε τώρα, ήταν όλα αριθμημένα με αριθμούς.
Κάμανε δυόμιση ημερόνυχτα, εργαζόταν με βάρδια να μη σταματήσει, όσου να κλειδώσει το γιοφύρι. Δυόμιση μερόνυχτα και στεκόταν με το βιβλίο στα χέρια αυτός. Το 4, οπ το μηχάνημα έβανε το 4 επάνω. Το 8, μπήκε. Το άλλο, το άλλο, όσο κλείδωσε το γιοφύρι. Είχε φόβο πολύ μην αποτύχει.
Όταν όμως κλείδωσε το γιοφύρι και βασίστηκε, τότε ήλθανε, κάλεσε τους παπάδες των γύρω χωριών όλων εδώ και κάμανε μια τελετή δύο μέρες, δυο βράδια τελετή. Σφάζανε, ψένανε, τρώγανε, γλεντάγανε, γινόταν πολυπανηγυρικό εκει πέρα να πούμε. Αγιασμό αυτού πέρα οι παπάδες, και ... και… έλιξε αυτό.
Μετά προχώρησε και το υπόλοιπο, τελείωσε το 1911. Έκανε τρία χρόνια. 
Δούλευαν βέβαια συνέχεια, δεν έκοβαν, εκτός όταν έβρεχε που δεν επιτρεπόταν να δουλεύουν. Βάραγαν για να βάλουνε φουρνέλο με το λοστό.
Αυτό το τσιμέντο που βάλανε, βάλανε και ασβέστη βέβαια, δεν ξέρω και ‘γω τη μείγμα ήταν αυτό. Δεν ήταν πάντως το σημερινό τσιμέντο, αυτό ερχόταν πιο στερεό.
Πνίγηκε τότε και ένας εργάτης, από την Ήπειρο. Τον θάψανε εδώ στο νεκροταφείο του χωριού και του φτιάξανε πέτρινο το μνημείο.

Τέλειωσε είπαμε το γιοφύρι. Όταν ήρθαν από κάτω άλλοι ανώτεροι για να τους παραδώσει το γιοφύρι, του είπανε: το κράτησες, ο Αχελώος έχει εδώ μεγάλο φέρμα, ύστερα από καιρούς μπορεί να το κόψει το γιοφύρι.
Τέλος, είπε και αυτός τα δικά του, δεν ξέρω και ‘γω τι προφασίστηκε, το έχω μελετήσει εγώ, καλά είναι είπε. Τέλος πάντων, το παρέδωσε τελικά, με 135 τόνους βάρος να περνάει από πάνω.
Το 1927 βέβαια ήρθε ένα μεγάλο φέρμα και το ‘κοψε από το πέρα μέρος, αλλά με τις ενέργειες εδώ των κοινοτήτων, έστειλε το υπουργείο ανθρώπους, πάλι Ηπειρώτες και το επιδιόρθωσαν όπως ακριβώς ήταν. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το γεφύρι άντεξε την ισχυρή έκρηξη από δυναμίτη, που προκάλεσαν οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια της κατοχής τους. Αυτό επιβεβαιώνει τη μελετημένη στατικότητα και ελαστικότητα της κατασκευής του.

Σήμερα έναν αιώνα μετά την κατασκευή του, το γεφύρι που τόσα πρόσφερε στον τόπο μας και συνεχίζει να προσφέρει, όχι μόνο στην εξυπηρέτηση αναγκών άλλα και ως στοιχείο πολιτισμού και ομορφιάς, (ποιος αλήθεια θα περάσει από εκεί και δεν θα σταματήσει να το θαυμάσει και να το αποτυπώσει στη φωτογραφική του μηχανή ;) πιθανόν κινδυνεύει να καταστραφεί!!!!!!

Για το λόγο αυτό χρειάζεται η ενεργοποίηση όλων των φορέων, για τις ενδεχόμενος απαιτούμενες παρεμβάσεις συντήρησης και προστασίας, από τα φυσικά φαινόμενα και τη διέλευση βαρέων οχημάτων.
Πηγή:http://www.syllogosvrouvianon.gr/














....γάλακτος...

Δεν υπάρχουν σχόλια: