Συνολικές προβολές σελίδας

20 Νοεμβρίου 2011

Παλαιά Πόλη Τρικάλων


Τα Τρίκαλα είναι μια πόλη έκπληξη.
Μια βόλτα στην παλιά τους πόλη θα σας το βεβαιώσει....































ΑΡΧΑΙΑ ΛΙΛΑΙΑ

Πολύδροσος
Παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Σουβάλα. Η λέξη Σουβάλα, γράφουν μερικοί, είναι λέξη Τούρκικη και σημαίνει «πολύ νερό». Για άλλους η λέξη Σουβάλα είναι λέξη Σλάβικη, και σημαίνει κοίλωμα με γύρω βουνά. Κατά τον Κώστα Αθ. Παπαχρίστο «Το Σουβάλα» από το Σλάβικο Suvala, που σημαίνει «έλος» και που είχε διαδοθεί σαν προσηγορικό κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο.Σήμερα Πολύδροσος,



Λιλαία
Κάτω Αγόριανη ήταν η παλαιότερη ονομασία του χωριού και κατοικήθηκε τον 19ο αιώνα από κατοίκους της Αγόριανης. Το όνομά της οφείλει στην Αρχαιότατη Φωκική πόλη Λίλαια, για την οποία ο Παυσανίας γράφει: «Η Λίλαια έχει θέατρο, αγορά Λουτρά υπάρχουν και ιερά του Απόλλωνα και ένας της ΄Αρτεμης με όρθια Αγάλματα από Πεντελικό μάρμαρο, Αττικής τεχνοτροπίας. Για τη Λίλαια λένε ότι ήταν μια από τις ονομαζόμενες Ναϊδες, κόρη του Κηφισού. Από τη νύμφη αυτή λένε ότι πήρε το όνομα η πόλη ...»

Ο αρχαιολογικός χώρος της Λίλαιας-Πολύδροσου περιλαμβάνει την οχύρωση της πόλης, ένα κρηναίο κτίσμα και λείψανα ενός ιερού. Στην περιοχή της Λίλαιας βρίσκονται και σήμερα οι πιο πλούσιες πηγές του Κηφισού. Κοντά στην πηγή της Αγίας Ελεούσας στον Πολύδροσο οι Λιλαιείς διαμόρφωσαν λατρευτικό χώρο, όπου λάτρευαν τον ποτάμιο θεό και πρόσφεραν πλούσια αφιερώματα. Στο χώρο αυτό σώζονται θεμέλια και αρχιτεκτονικά μέλη (επιστύλια, τρίγλυφα, σπόνδυλοι κιόνων) από αρχαίο οικοδόμημα κρήνης και ένας επιβλητικός αναλημματικός τοίχος, που στήριζε ναό αφιερωμένο στον Κηφισό ποταμό. Τα λατρευτικά αυτά οικοδομήματα αντικαταστάθηκαν κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους από τις εκκλησίες του Αγίου Χριστοφόρου και της Αγίας Ελεούσας, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκε άφθονο αρχαίο οικοδομικό υλικό.



Σε μικρή απόσταση από την εκκλησία της Αγίας Ελεούσας βρίσκεται η επιβλητική οχύρωση της αρχαίας Λίλαιας, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. Τα τείχη είναι τραπεζιόσχημης τοιχοδομής και διατηρούνται σε ικανό ύψος. Κατά διαστήματα ενισχύονται με ορθογώνιους πύργους, από τους οποίους είναι χαρακτηριστικός ο κεντρικός στην κορυφή της ακρόπολης, που έλεγχε οπτικά όλη την κοιλάδα του άνω ρου του Κηφισού. Σε μερικά σημεία της αρχαίας οχύρωσης έχουν γίνει μετασκευές και προσθήκες στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (13ος-14ος αιώνας).



Στην επικράτεια του Ερώχου ανήκε και ένα αγροτικό ιερό αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα που ανασκάφηκε από τον Χρήστο Καρούζο το 1928 και το 1934. Το ιερό, εξωτερικά τεράγωνο, περιλαμβάνει τετράγωνο περίβολο-άνδηρο, πάνω στο οποίο εικάζεται ότι υπήρχε ναός ή βωμός και στον οποίο οδηγεί πρόπυλο με κλίμακα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το ιερό πρέπει να λειτούργησε από τους ύστερους αρχαϊκούς ως τους ελληνιστικούς χρόνους.

Πηγή:Οι αρχαιολογικοί μας χώροι.Ηδύφως



Οι περιοχές της Λίλαιας και του Πολύδροσου κατά την αρχαιότητα ανήκαν στο βόρειο μέρος της Φωκίδας, που βρισκόταν στην κοιλάδα του ποταμού Κηφισού, και γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση λόγω της ευνοϊκής τους θέσης στο σταυροδρόμι των δύο βασικών οδικών αξόνων, που σενέδεαν τη Θεσσαλία με τη νότια Ελλάδα.
Από τις φωκικές πόλεις της περιοχής αυτής (Χαράδρα-Μαριολάτα, Λίλαια-Κάτω Αγόριανη, Έρωχος-Πολύδροσος, Δρυμαία-Γλούνιστα, Αμφίκλεια-Δαδί) η Λίλαια ξεχώριζε για τα πλούσια νερά της, που από τα πανάρχαια χρόνια συνδέονταν με τις πηγές του ποταμού Κηφισού, μάλιστα το όνομά της οφείλεται στη νύμφη Λίλαια, κόρη του θεοποιημένου ποταμού.
Στον «Κατάλογο των νεών» της Ιλιάδας (Β 523) η πόλη επίσης συνδέεται με τις πηγές του Κηφισού, ενώ ο ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα αναφέρει ότι τα όμορφα νερά του Κηφισού πηγάζουν από τη Λίλαια και χύνονται μπροστά της.
Μάλιστα, οι κάτοικοί της πίστευαν ότι το νερό της Κασταλίας πηγής στους Δελφούς ήταν δώρο του Κηφισού, γι' αυτό ορισμένες μέρες το χρόνο έριχναν στην πηγή γλυκίσματα και πίστευαν ότι αυτά αναφαίνονταν στην Κασταλία κρήνη. Η πόλη αναφέρεται και από το Στράβωνα (9.407), τον Παυσανία (10.33.3-5), τον Πτολεμαίο (3.14.14) και τον Πλίνιο (Φυσ. Ιστ. 4.27).

Τα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή χρονολογούνται από τα πρωτοελλαδικά χρόνια (3η χιλιετία π.Χ.). Μετά την καταστροφή των φωκικών πόλεων το 346 π.Χ. από το Φίλιππο Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας, η Λίλαια συνοικίσθηκε με τη γειτονική πόλη Έρωχο, που ταυτίζεται με το λόφο του Αγίου Βασιλείου και το χώρο του νεκροταφείου του Πολυδρόσου. Τα τείχη της κατασκευάσθηκαν πιθανότατα στα μετά το Φίλιππο χρόνια της ανοικοδόμησης των φωκικών ακροπόλεων, ενώ δείγματα μιας παλαιότερης οχύρωσης σώζονται στην κορυφή της ακρόπολης. Αυτό ίσως ήταν το τείχος της Λίλαιας πριν από την καταστροφή του Φιλίππου Β΄.

Συντάκτης
Α. Τσαρούχα, αρχαιολόγος

Πηγή:ΥΠ.ΠΟ.Τ.


H περιοχή της Αγίας Ελεούσας είναι μια από τις πιο μαγικές τοποθεσίες του Παρνασσού με ερείπια αρχαίων και βυζαντινών χτισμάτων, νερά, πλατάνια και εξαιρετική θέα.
Φτάνοντας θα δείτε αριστερά σας τα ερείπια του βυζαντινού ναού της Παναγίας της Μαυρομαντίλας (Αγία Ελεούσα), η οποία πρέπει να χτίστηκε μεταξύ 5ου και 7ου αι.
Λίγο μετά θα δείτε πέτρες και κολόνες από τα ερείπια του παλαιοχριστιανικού ναού του Αγ. Χριστόφορου. Ανάμεσα στις δύο εκκλησίες «κρύβεται» το σπήλαιο Πολυδρόσου, που ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα (1988), αλλά δεν είναι επισκέψιμο. Τελειώνοντας την περιήγηση μπορείτε να ξαποστάσετε στο χώρο αναψυχής της Αγίας Ελεούσας, όπου υπάρχουν οι πηγές του Κηφισού ποταμού.

Αν ακολουθήσετε τον δρόμο προς την Επτάλοφο σύντομα θα βρείτε την περιοχή όπου υπάρχει το τείχος της αρχαίας Λίλαιας και η ακρόπολη. Δίπλα στον δρόμο θα δείτε τον πύργο με τη σήμανση: «Οχύρωση αρχαίας Λίλαιας». Κοιτάζοντας ψηλά στην πλαγιά θα ξεχωρίσετε το επιβλητικό τείχος και τους διάσπαρτους, κατά μήκος, πύργους. Αν έχετε τζιπ μπορείτε να πλησιάσετε αυτόν που δεσπόζει στην κορυφή. Θα τον βρείτε αν προχωρήσετε περίπου 40 μ. προς Πολύδροσο και στρίψετε αριστερά στο σημείο που γράφει «απαγορεύεται η ρίψη σκουπιδιών και μπάζων». Από την ακρόπολη θα απολαύσετε τη θέα στον κάμπο.

Η αρχαία πόλη της Λίλαιας γνώρισε την ακμή μεταξύ 7ου και 10ου αι. Τα τείχη της είχαν σχήμα τετραγώνου και εκτείνονταν από τον κάμπο μέχρι τους πρόποδες του Παρνασσού.
Οι πύργοι της ήταν πολλοί. Ορισμένοι διατηρούν ακόμη τα παράθυρα και τις πολεμίστρες τους. Ευρήματα από τον αρχαιολογικό χώρο εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας.

Πηγή:www.tanea.gr/default.asp?pid=28...





Αγιονόρι


Το Αγιονόρι και το κάστρο του.

Στο μέσο περίπου της Κοντοπορείας, της ανατολικότερης δηλαδή οδού που οδηγούσε από τον Ισθμό στο Άργος και χρησιμοποιήθηκε τόσο από τον ιστορικό Ξενοφώντα, όσο και από τον Αγησίλαο με τον Σπαρτιατικό στρατό, στην ίδια πλευρά της κλεισούρας του Αγιονορίου, κτίστηκαν τη μεσαιωνική εποχή δύο φρούρια. Στην είσοδο της κλεισούρας χτίστηκε το σημερινό «Καστράκι» (ενδεχομένως η «Ξεροκαστελλιά» που αναφέρεται σε ανέκδοτο τουρκικό Κατάστιχο που συντάχτηκε λίγο μετά το 1460) και στην έξοδό της το δεύτερο φρούριο, γνωστό στην περιοχή ως «κάστρο του Αϊνοριού». Κοντά στο κάστρο αυτό αναπτύχθηκε σημαντικός μεσαιωνικός οικισμός, που συναντάται στις πηγές με τα ονόματα Ενόριον (εντός των ορίων), Enoria (Ενορία), Άγιον Όρος, Αγιονόρι (Alinori, Alonori, Altori) και Αϊνόρι (Ainori). Το έδαφος του Αγιονορίου είναι ορεινό και ανήκει στην εκτεταμένη οροσειρά που χωρίζει την Κορινθία από την Αργολίδα. Δυτικά του απλώνεται μικρή και στενή εύφορη κοιλάδα, όπου σήμερα υπάρχει το χωριό Στεφάνι. Παρ’ ό,τι στις αρχαίες πηγές δεν υπάρχει καμία αναφορά που να πιστοποιεί την ύπαρξη πολίσματος στην περιοχή, ίχνη τειχών που έχουν βρεθεί στο μικρό ύψωμα Δραγατούρα, σκόρπια θραύσματα αγγείων που έχουν εντοπιστεί καθώς και διάφορες επιγραφές ή μαρμάρινα μέλη που είναι εντοιχισμένα σε εκκλησίες της περιοχής, όπως ο Άγιος Νικόλαος, συμβάλλουν στη βάσιμη υπόθεση ότι η μικρή κοιλάδα του Αγιονορίου είχε κατοικηθεί από τους αρχαίους χρόνους.




Μάλιστα από τον ντόπιο ιστοριογράφο Ιωάννη Παπαχρήστου έχει υποστηριχτεί ότι στην περιοχή Αγιονορίου βρισκόταν η θέση του αρχαίου οικισμού Πέτρη (Πέτρα) που μνημονεύεται από τον Ηρόδοτο και θεωρείται πατρίδα του Ηετίωνος και του γιού του Κυψέλου, μετέπειτα τυράννου που άκμασε περί το 480 π.Χ. και την πληροφορία ότι Γερμανοί περιηγητές χρησιμοποίησαν το τοπωνύμιο «Αγηνόριον», πιθανολογεί επίσης ότι αυτό υπήρξε το όνομα αρχαιότατου συνοικισμού, τον οποίο ίδρυσε ο μυθικός Αγήνωρ, εγγονός του ιδρυτού του Άργους Φορωνέως, «στο βορειότερο οροπέδιο της Αργολίδας παρά τα όρια της Κορινθίας», δηλαδή στη σημερινή θέση Αγιονορίου-Στεφανίου.
Κατά τον Καθηγητή Μιχ. Κορδώση, ο οποίος έχει εντρυφήσει στην ιστορία της περιοχής, στο Αγιονόρι (Ενόριον) δίδαξε ο Νίκων ο Μετανοείτε λίγο μετά το 970, η δε ονομασία του οικισμού «Άγιον όρος» που απαντά στο Χρονικό του Μωρέως, υπήρχε ήδη από τα μέσα του 12ου αιώνα. Πάντως δεν είναι βέβαιο εάν το Αγιονόρι διέθετε αξιόλογες οχυρώσεις την εποχή που ήρθαν οι Φράγκοι, μολονότι εξακολουθούσε και τότε να υπάρχει σαν οικισμός.



Τα 1365 το Αγινόρι (Alinori) αναφέρεται στα έγγραφα εσόδων του δυνάστη της καστελλανίας Κορίνθου Νικολάου Acciaiuoli, χωρίς το φρούριό του. Η περιοχή του τότε εντασσόταν στο φρούριο του Αγίου Βασιλείου. Τα κάστρο του Αγιονορίου πρέπει να κτίστηκε μεταξύ των ετών 1377 και 1450 και περιελάμβανε πολλές εκκλησίες, οι οποίες σήμερα είναι μερικώς ή τελείως ερειπωμένες. Μεταξύ αυτών ο Άγιος Μάρκος, ο Άγιος Στέφανος, ο Άγιος Γεώργιος, η Παναγία (Κοίμησης Θεοτόκου), οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Αγιάννης Ψηλός (Πρόδρομος;), ο Αγιάννης Σκουφίτσα (Θεολόγος;), ο Άγιος Αθανάσιος, η Ζωοδόχος Πηγή, ο Άγιος Ανδρέας, ο Άγιος Αδριανός, η Χρυσοπηγή, και ναοί Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και Ταξιαρχών, Άγιος Σοφρώνιος.



Στην κοιλάδα, ερειπωμένες ή πρόσφατα ανοικοδομημένες πάνω σε παλιά χαλάσματα, υπάρχουν οι εκκλησίες Παναγία, Άγιος Βλάσης, Άγιος Δημήτριος, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Στέφανος, Άγιος Μάμας, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Γεώργιος και «χαλασμένο κλησί» (χαλασμένη εκκλησία». Στα γύρω βουνά υπάρχουν ερειπωμένες οι εκκλησίες Αγία Μαρίνα και Άγιος Ηλίας και ακέραιη με ίχνη τοιχογραφιών η εκκλησία Άγιος Ιωάννης.







Κατά το Δημήτριο Βαρδουνιώτη, που έγραψε σχετικά το 1913, η ανέγερση πολλών ναών στο Αγινόρι, μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: Από τους αρχαίους χρόνους υπήρχε στον Άθωνα πόλη Κλεωναί, κοντά στη Μονή των Ιβήρων, που μνημονεύεται από τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη και ενδέχεται να ήταν αποικία των Κλεωναίων της Αργολίδας. Όταν ο Άθως κατοικήθηκε από μοναχούς και μεταβλήθηκε σε Άγιον Όρος με πολλές χριστιανικές μονές και ναούς, δημιουργήθηκε εκεί και σκήτη Μωραϊτών (Πελοποννησίων), μεταξύ των οποίων και Κλεωναίοι. Ίσως δε Κλεωναίοι μοναχοί της Χαλκιδικής, επανερχόμενοι κάποτε στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, δημιούργησαν ένα μικρό Άγιον Όρος με πολλούς ναΐσκους και ονόμασαν το όρος Αγιονόρι. Η παρακινδυνευμένη αυτή θεωρία, χωρίς βέβαια να επιβεβαιώνεται, ενισχύεται έμμεσα από τον βυζαντινολόγο Νικόλαο Καλογερόπουλο, ο οποίος, περιγράφοντας το 1925 την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, σημειώνει ότι «τα έργα του ναού ανήκουν εις την καλλίστην εποχήν της παλαιολογείου τέχνης και είναι συναφή προς τα του Αγ. Όρους όσον αφορά την τεχνικήν και την καλλιτεχνικήν εκδήλωσιν» και ότι «εις την καμάραν του ιερού παριστάνεται η Ανάληψις ως εν Βατοπεδίω και Μεγαρική ή αλλαχού».





Το έτος 1452 ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’, σχεδιάζοντας την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, έστειλε στην Πελοπόννησο τον Τουραχάν με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, για να εμποδίσει τους δύο δεσπότες, Θωμά και Δημήτριο, αδελφούς του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, να στείλουν βοήθεια στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα. Οι Έλληνες όμως κατόρθωσαν να καταστρέψουν ένα μέρος του εχθρικού στρατού και να πιάσουν αιχμάλωτο τον επικεφαλής των Τούρκων Αχμέτ, στο στενό των Δερβενακίων ή, κατ’ άλλη εκδοχή, σε εκείνο του Αγιονορίου.




Στο αρχείο Nani το Αγινόρι καταγράφεται μαζί με τις Λίμνες Αργολίδας (Agionori e Limnes), προφανώς λόγω γειτνίασης και ιδιαίτερων ίσως οικονομικών σχέσεων των κατοίκων τους.



Ο Τούρκος δυνάστης της Κορίνθου Κιαμήλ-Μπέης αποκαλούσε το Αγιονόριο «Γκιουζέλ» (ωραίο) «Αϊνόρι». Ο Γάλλος Pouqueville που πέρασε από την περιοχή λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση περιγράφει χωριό μια ώρα νοτιοδυτικά της Κουρτέσσας, με 110 συνολικά οικογένειες, εκ των οποίων 80 Αλβανών χριστιανών.

Η παράδοση, σύμφωνα με την οποία το χωριό είχε κάποτε χίλια σπίτια, τοποθετεί το σημαντικότερο μέρος του «Στου Φραντζή», όπου υπήρχε πηγή με ιαματικό νερό, που θεράπευσε τον άρρωστο αδελφό του βασιλιά των «Μιστρών».



Από το Αγιονόρι κατάγονταν η περίφημη οικογένεια των Καλαράδων, από τους οποίους ο Γεώργιος, ιατρός και Φιλικός, προσέφερε στην Επανάσταση του 1821 πολλές υπηρεσίες και αργότερα εκλέχτηκε Εθνοσύμβουλος.

Το 1822 στην Κλεισούρα του Αγιονορίου, όπου πολέμησε γενναιότατα και ο Νικηταράς, συντελέσθηκε η καταστροφή και διάλυση της αποδεκατισμένης στρατιάς του Δράμαλη, που αριθμούσε περί τις δέκα οκτώ χιλιάδες στρατιώτες. Κατά την μάχη αυτή το Βυζαντινό κάστρο της περιοχής χρησιμοποιήθηκε σαν στρατηγείο από τον Πρίγκηπα Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα.



Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και τη σύσταση των πρώτων δήμων το 1834, το Αγιονόρι έγινε έδρα του ομώνυμου δήμου, ο οποίος το 1840 συγχωνεύτηκε με τον τ. Δήμο Κλεωνών. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού κατέβηκαν στο νεοσύστατο Χιλιομόδι και το Αγιονόρι άρχισε να φθίνει πληθυσμιακά: Ενώ το 1839 είχε 500 κατοίκους, κατά τα επόμενα χρόνια 1846, 1851, 1879 και 1901 οι κάτοικοί του περιορίστηκαν σε 124, 149, 204 και 238 αντίστοιχα.

Μετά το 1912, που συστήθηκε αυτοτελής κοινότητα Αγιονορίου, σημειώθηκε σταδιακή πληθυσμιακή ανάκαμψη. Έτσι το 1920 το χωριό είχε 350 κατοίκους, 364 το 1928, 439 το 1940, 399 το 1951 και 395 το 1961.


Από το 1988 αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Τενέας με πληθυσμό 308 (απογραφή 2001), κύρια ασχολία των κατοίκων του τη γεωργία και τη κτηνοτροφία και παραγόμενα προϊόντα το εξαιρετικό ελαιόλαδο, κρέας και γάλα εγνωσμένης ποιότητας και παλαιότερα εκλεκτός καπνός.

Πηγή:tenea.gr/cms/index.php




18 Νοεμβρίου 2011

Ιερό Απόλλωνος Πτώου (Βοιωτία)

Ιερό Απόλλωνος Πτώου

Ο αφιερωμένος στο Απόλλωνα δωρικός ναός υψώνεται στη πλευρά του όρους Πτώου όπου υπήρχε διάσημο σ' όλη την Βοιωτία μαντείο, που προσέλκυε τα πλήθη των ευλαβών.
Σύμφωνα με τον μύθο ο ίδιος ο Απόλλωνας θεμελίωσε το ιερό αυτό.
Φαίνεται ότι η φήμη του μαντείου ήταν μεγάλη στην αρχέγονη Ελλάδα.
Οι ανασκαφές που έγιναν έφεραν στο φως πολυπληθή λείψανα χάλκινων αφιερωμάτων, τρίποδες, αγγεία κάθε είδους σκεύη , περισσότερο όμως πολύτιμα αγαλματίδια των αρχαϊκών χρόνων που ήταν ευσεβείς προσφορές και είχαν αφιερωθεί στον Απόλλωνα σύμφωνα με τις αναθηματικές επιγραφές. Οι περισσότερες Βοιωτικές πόλεις θεωρούσαν τιμή τους να συμμετάσχουν στους αγώνες και ευλαβικά αν καταθέτουν τις προσφορές τους στο ναό.
Κάθε 4 χρόνια όταν η πόλη του Ακραιφνίου έστελνε θεωρούς με επικεφαλής τον προφήτη του Απόλλωνα, για να προσκαλέσουν στη γιορτή τις Βοιωτικές πόλεις προσέρχονταν από όλα τα μέρη για να παραστούν στους τελούμενους στο θέατρο μουσικούς, ωδικούς και ποιητικούς αγώνες στις πομπές και στους ιερούς χορούς, στα πολυτελή συμπόσια που δίδονταν για το πλήθος που συνέρεε.
Πολλές φορές συμμετείχαν σε αυτές τις γιορτές πελοποννησιακές πόλεις όπως το Άργος και η Μαντινεία αλλά και πόλεις της Ασίας όπως η Έφεσος.

Πηγη:www.akraifnia-polis.gr/

ΤΑ ΠΤΩΙΑ


Τα Πτώϊα ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από μια επιγραφή που βρέθηκε πληροφορούμαστε ότι κατά τον πρώτο αιώνα π.Χ. τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή και Κιθαρωδού. Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο.Πριν αρχίσουν τα αγωνίσματα έπρεπε να έχει προηγηθεί:

1. Η κήρυξη της εκεχειρίας.Για την ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων και την ασφάλεια της περιοχής της Ακραιφίας και του Πτώου άρχιζε εκεχειρία από τις 15 Ιουλιου ( Ιπποδρόμιος μήνας του Βοιωτικού ημερολογίου) μέχρι τις 15 Αυγούστου, σύμφωνα με το δόγμα των αμφικτιονιών κρατούσε ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό σταματούσε κάθε πολεμική και εχθρική ενέργεια και ο τόπος βρισκόταν σε κατάσταση αναγκαστικής ειρήνης.

2. Η επίσημη θυσία. Στην επίσημη θυσία συμμετείχαν οι θεωροί, δηλαδή οι επίσημοι απεσταλμένοι του Βοιωτικού Κοινού και της πόλης της Ακραιφίας.

Στη συνέχεια ετελούντο τα αγωνίσματα στο θέατρο όπου και αναδεικνύονταν οι νικητές, οι οποίοι βραβεύονταν με στεφάνι μπροστά στη θυμέλη και γι’ αυτό το αγώνισμα λεγόταν “στεφανίτης θυμελικός αγών”ή θεατρικό αγώνισμα επειδή γινόταν στη θεατρική σκηνή.

Μετά τους αγώνες ακολουθούσαν μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις με χορούς, όπως ο συρτός που από τότε έφτασε και στα δικά μας χρόνια. με δείπνα, διανομή γλυκών, χρημάτων, φαγητών κ.ά. Τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε λίθινες στήλες τις οποίες έστηναν στο ιερό.
Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Καλιγούλας τα Πτώϊα σταμάτησαν για 30 χρόνια. Όταν ξανάρχισε η λειτουργία τους με καινούριο όνομα τα “Μεγάλα Πτώϊα και Καισάρεια”τα αγωνίσματα αναμορφώθηκαν και απέκτησαν μεγάλη λαμπρότητα. Αυτό έγινε όταν ήταν αγωνοθέτης ο Ακραίφιος πολίτης Επαμεινώνδας Επαμεινώνδου.
Μετά το τέλος των αγώνων αυτός και η σύζυγός του Νωτία πρόσφεραν γεύματα και δείπνα και πλούσιες παροχές στους συνέδρους, θεωρούς και κατοίκους της πόλης , ξοδεύοντας πολλά χρήματα από τη μεγάλη περιουσία του.

Βιβλιογραφία: “Ακραιφία” Κ. Ανδρίτσος






ΑΛΛΕΣ ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ


Το κτιριακό συγκρότημα του ναού του Πτώου Απόλλωνα στο Ακραίφνιο περιελάμβανε εκτός του ναού και της “μαντικής σπηλιάς” και:

Α. το ναό της Προναίας Αθηνάς.
Ήταν ένας μικρός ναός που βρισκόταν ανατολικά του ναού. Είχε διαστάσεις 4,30 Χ6,70 . Ο ναός αυτός αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς.

Β. το θέατρο. Εμπρός από την ανατολική πλευρά του ναού του Απόλλωνα υπήρχε μια πλατεία όπου βρισκόταν το θέατρο στο οποίο τελούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Πτώϊα.


Γ. Εγκαταστάσεις για τους θεωρούς. Κάτω από το ναό του Απόλλωνα υπήρχαν κτιριακές εγκαταστάσεις για τη διαμονή των θεωριών και λουτρά για τη συμβολική κάθαρσή τους και την όλη τους προετοιμασία για την επαφή με το θεό.


Δ. Οικοδομήμτα για τους ιερείς και τους δημόσιους λειτουργούς. Κάτω από το ναό και πολύ κοντά του υπήρχαν κτίρια στα οποία διέμεναν οι άρχοντες και οι λειτουργοί του ιερού, ίσως και οι αντιπρόσωποι των βοιωτικών πόλεων οι οποίοι έρχονταν να παρακολουθήσουν τα Πτώϊα ή να προσφέρουν αφιερώματα στον Απόλλωνα. Στα κτίρια αυτά έμεναν και πιστοί που πήγαιναν να ζητήσουν χρησμό.


Ε. Δεξαμενή νερού και Λουτρά. Πιο κάτω από τα κτίρια διαμονής, υπήρχε μια δεξαμενή νερού, στενόμακρη και χωρισμένη σε επτά διαμερίσματα, επιχρισμένα με ειδικό κονίαμα. Ήταν κτισμένη με πέτρες σχεδόν ίδιου μεγέθους η καθεμία. Εκεί κοντά ήταν και τα λουτρά. Στη δεξαμενή διοχετευόταν και το νερό που πήγαινε από την πηγή στο σπήλαιο. Σήμερα βλέπουμε ένα μέρος της δεξαμενής καθώς και έναν αποχετευτικό αγωγό.


Στ. Στο κατώτερο σημείο του συγκροτήματος υπήρχε και ένας Θόλος αγνώστου αποστολής.




ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 μέτρα ώστε να μην είναι ορατή από τους πιστούς η προφητική τελετουργία. Το σπήλαιο βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα. Κοντά στο ναό υπήρχε πηγή της οποίας το νερό μεταφερόταν μέσω ενός πήλινου αγωγού, που ήταν εγκαταστημένος περίπου στην επιφάνεια του εδάφους, στο σπήλαιο. Στην οροφή του σπηλαίου ήταν προσαρμοσμένος ένας μεταλλικός αγωγός που έφερνε το νερό μέσα.


Στο μαντείο του Πτώου Απόλλωνα υπηρετούσαν μόνο προφήτες και μάντεις. Τα χρησμοδοτικά λόγια τα ερμήνευαν οι ιερείς και απέδιδαν σε πινακίδα το χρησμό. Ο Προφήτης και ο Μάντης “μαντεύονταν” μέσα στο σπήλαιο πίνοντας από το “αγιασμένο” και μαντικό νερό της πηγής και κάνοντας συγχρόνως μυστικές τελετουργίες.Οι διαδικασία της χρησμοδοσίας ακολουθούσε το ίδιο ίσως τυπικό που ίσχυε και στα άλλα μαντεία. Όσοι επιθυμούσαν να συμβουλευτούν το θεό έπρεπε να πάνε με αγνότητα σκέψης και να υποβληθούν σε κάθαρση, σωματική και ψυχική κάνοντας ιδιαίτερη νηστεία και προσευχή.
Ο μάντης έδινε τους χρησμούς με φωνές και ασυνάρτητες λέξεις, έμπειροι όμως ιερείς διατύπωναν σωστά το χρησμό.


Το μαντείο λειτουργούσε και κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η δε φήμη του είχε εξαπλωθεί όχι μόνο σ’ όλη την Ελλάδα αλλά και στην Ασία.Ήταν το πιο αρχαίο, πλούσιο και φημισμένο για τους αλάνθαστους χρησμούς του. Ο πρώτος ιερέας του ναού αναφέρεται ο Τήνερος, γιος του Απόλλωνα και της Μελίας.Η αίγλη του ναού ήταν μεγάλη. Προσκυνητές από όλη την Ελλάδα συνέρρεαν εδώ με τα αναθήματά τους. Η φήμη του είχε διαδοθεί πέρα από το Αιγαίο και πολλοί πιστοί επισκέπτονταν το ναό του Πτώου Απόλλωνα.

Όταν ολοκληρώνεται η υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους αρχίζει να σημειώνει κάμψη και η δραστηριότητα των μαντείων. Το μαντείο του Πτώου Απόλλωνα θα διατηρηθεί μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Είναι όμως βέβαιο ότι δεν υπήρχε το 150 μ.Χ. όταν πέρασε από τη Βοιωτία ο Παυσανίας




Η ασυλία του Ιερού του Πτώου Απόλλωνα.

Το Ιερό του Πτώου Απόλλωνα με δόγμα των Αμφικτιόνων των Δελφών απολάμβανε ασυλίας όπως και το Μαντείο των Δελφών. Στα βόρεια του ναού, στην περδικόβρυση, βρέθηκε επιγραφή χαραγμένη σε πλάκα, η οποία δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία του Μαντείου. Η επιγραφή αναφέρει απόφαση της Δελφικής Αμφικτιονίας που λέει τα εξής:

1. Διασφαλίζεται την ασυλία του ιερού και του περί το μαντείο χώρου
2. Καθιερώνεται ασυλία και σε κάθε άλλη περιοχή που αποτελεί χώρο και περιουσία του Πτώου Απόλλωνα.
3. Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να διαπράττει αδικήματα σε βάρος της περιουσίας του ιερού.
4. Όποιος διαπράξει αδικία εις βάρος του Μαντείου θα τιμωρηθεί με χρηματική ποινή 2.000 στατήρων, δηλαδή 4.000 χρυσές ή αργυρές δραχμές.
5. Κύριοι του ιερού ορίζονται ο προφήτης, ο ιερέας, η πόλη των Ακραιφίων, το Κοινό των Βοιωτών και ο αγωνοθέτης των Πτώϊων.
6. Η ασφάλεια του ιερού και η εκεχειρία των Πτώϊων αρχίζουν από τις 15 του μηνός Ιπποδρομίου , δηλαδή 15 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου
7. Ο Πτωϊοκλής πρέπει να χαράξει αυτό το δόγμα σε τρεις στήλες και να τις τοποθετήσει στο ιερό των Δελφών, στο ιερό του Πτώου και στην Πυλαία ( χειμερινή έδρα της Δελφικής Αμφικτιονίας)
8.Τέλος οι ιερομνήμονες των Δελφών πρέπει να αναγγείλουν το Αμφικτιονικό Δόγμα στις πόλεις τα έθνη για να λάβουν γνώση του περιεχομένου του.

Βιβλιογραφία: “Ακραιφία Κ. Ανδρίτσος
” Ακραίφνιο” Χ.Αγγέλου




ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ


Τρία χιλιόμετρα ανατολικά του Ακραίφνιου και κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση Περδικόβρυση, δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής ήταν κτισμένος ο ναός του Πτώου Απόλλωνα. Μαζί με το ναό λειτουργούσε και μαντείο του θεού που χαρακτηριζόταν “πολύφωνο”, επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα και “αψευδές” δηλαδή αλάθητο στους χρησμούς.
Την περίοδο 1885 - 1888, το έτος 1891 και συμπληρωματικά το έτος 1903 έγιναν ανασκαφές από τη Γαλλική Αρχαιολογική σχολή όπου ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα, τα οποία έριξαν φως στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία.
Το κτιριακό συγκρότημα που ήρθε στο φως βρισκόταν σε υψόμετρο 370 μ. και απλωνόταν σε τρία επίπεδο και περιελάμβανε:
Α. Το ναό του Απόλλωνα.Ο ναός στην αρχή, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν ξύλινος (7ος αι. π.Χ.) με επένδυση από πηλό στις πλευρές, που ήταν εκτεθειμένες στις ατμοσφαιρικές μεταβολές, βόρεια, νότια και δυτική. Προοδευτικά τα τμήματα του ναού που πάθαιναν ζημιές και καταστροφές, τα αντικαθιστούσαν με τοίχους από πώρινους λίθους. ώστε γύρω στο 550 - 500 π.Χ. να έχει γίνει όλος ο ναός πώρινος, επενδεδυμένος εσωτερικά μα πώρινες πλάκες. Από το ναό βρέθηκαν και σώζονται τα πώρινα θεμέλιά του και μέρος από την εσωτερική πλακόστρωση.Ο ναός είχε διαστάσεις, κατά τον ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο, 24,72 Χ11,65 μ. και κατά τον κ. M. Holleaux (Ολώ) 23,33Χ11,80 μ. Ήταν δωρικού ρυθμού και περιβάλλονταν από κιονοστοιχίες σε όλες τις πλευρές. Κατά την άποψη του Ορλάνδου είχε 13 κίονες σε κάθε μακρά πλευρά και 6 σε κάθε στενή πλευρά.Ο κύριος ναός - σηκός, είχε διαστάσεις 4Χ12 και περιλάμβανε μόνο δίστυλο πρόναο με διαστάσεις 2,65 Χ3,10.
Το δάπεδο του ναού ήταν στρωμένο με μεγάλες πλάκες, μερικές από αυτές είχαν διαστάσεις 0,89Χ0,94. Ο ναός είχε γλυπτικό διάκοσμο τόσο στη ζωοφόρο, όσο και στα αετώματα, είχε επίσης χρώμα στα γείσα, υδρορροή κλπ.

Ο ναός υπήρχε μέχρι την καταστροφή των Θηβών από τον Μ. Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες κατά το έτος 335π. Χ.. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι μέχρι τότε λειτουργούσε το μαντείο και επομένως και ο ναός. Αφού διακόπηκε η λειτουργία του μαντείου θα πρέπει να είχε καταστραφεί και ο ναός. Όταν όμως η Θήβα ανοικοδομήθηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο, ένας από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου, πιστεύεται ότι ανοικοδομήθηκε και ο ναός. Έτσι κατά το το 310 π. Χ. στη θέση του παλιού ναού κτίστηκε καινούριος με τις ίδιες διαστάσεις και με υλικό από πώρο.

Από τις ανασκαφές στο χώρο αποκαλύφθηκε μια σειρά πανέμορφων Κούρων που κοσμούν σήμερα τα Μουσεία της Θήβας και της Αθήνας. Εκτός από τους Κούρους βρέθηκαν επιγραφές που αναφέρουν τη λατρεία προς τον Απόλλωνα, τη διαχείριση του ναού του, τους τελούμενους προς τιμήν του αγώνες καθώς και χάλκινα και μαρμάρινα αναθήματα, τρίποδες κ.ά.

Βιβλιογραφία ” Ακραιφία” Κ. Ανδρίτσος
” Ακραίφνιο” Χ. Αγγέλου



ΠΤΩΟΝ ΟΡΟΣ

Το όρος Πτώον βρίσκεται 3 χιλιόμετρα από το Ακραίφνιο και η ψηλότερη κορυφή του είναι 720 μ.Για την ονομασία του υπάρχουν τρεις εκδοχές:

Η πρώτη εκδοχή βασίζεται σε ένα μύθο ο οποίος αναφέρει ότι ο Απόλλωνας απέκτησε από τη Ζευξίππη δύο γιους, τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομά του στο όρος και ο δεύτερος στην πόλη.
Η δεύτερη εκδοχή βασίζεται στον Παυσανία ο οποίος γράφει ότι ο Πτώος ήταν γιος του Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Ο Πτώος ήταν τοπικός ήρωας και θεός, παραμερίστηκε από τον Απόλλωνα. Επειδή όμως οι κάτοικοι της περιοχής δεν λησμόνησαν τον ήρωά τους απεκάλεσαν το θεό “Απόλλωνα Πτώο”.
Και μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι όταν η Λητώ κατέφυγε στο όρος για να γεννήσει τα παιδιά που είχε με το Δία, τρόμαξε από κάποιο αγριογούρουνο που παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της, δηλαδή “επτοήθη” και έτσι το όρος πήρε το όνομα “Πτώον”
Βιβλιογραφία: “Ακραίφνιο” Χ. Αγγέλου”Ακραιφία” Κ. Ανδρίτσος

Πηγή:blogs.sch.gr/vasniavi/.../πτώος-Απόλλωνας

17 Νοεμβρίου 2011

Φορτέτζα Ρεθύμνου

Η Φορτέτζα στο Ρέθυμνο. Εκπληκτικό κάστρο, πολιτεία...

Φρούριο Φορτέτζας
Το βενετσιάνικο φρούριο της Φορτέτζας είναι κτισμένο πάνω στο λόφο του Παλαιοκάστρου, στα δυτικά της σημερινής πόλης. Στο λόφο αυτό υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Ρίθυμνας και το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος. Τα λαξεύματα που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία του λόφου, μαρτυρούν την ύπαρξη της ακρόπολης πάνω στο βράχο. Ο οικισμός μάλλον βρισκόταν κοντά στο λιμάνι. Ωστόσο δεν έχουμε στοιχεία ούτε για τη μορφή του οικισμού, ούτε για τη μορφή της ακρόπολης και του ιερού.



Το φρούριο της Φορτέτζας κατασκευάστηκε μεταξύ 1573-1580 από τους Βενετούς, προκειμένου να προστατεύσει τους κατοίκους από την Τουρκική απειλή. Έχει αστερόμορφο σχήμα, τρεις πύλες και έξι προμαχώνες. Επιλέχθηκε ο λόφος Παλαιόκαστρο, που έχει απέραντη θέα και από στεριά και από θάλασσα.Το συνολικό μήκος του είναι 1307 μ. και περιλαμβάνει τέσσερις προμαχώνες και τρεις αιχμές. Για την ολοκλήρωσή του χρειάστηκαν 76800 αγγαρείες των κατοίκων όλου του νομού και κατασκευάστηκε από κανονικές ορθογωνικές πέτρες από τον πρωτομάστορα Γ. Σκορδίλη. Στο κέντρο ο ναός του S. Nicolo μετατράπηκε στο Τζαμί του Σουλτάν Ιμπραήμ Χάν. Υπήρχε το οίκημα του Διοικητή, του Συμβούλου, χώροι στρατωνισμού και σταυλισμού, αποθήκες πυρομαχικών, δεξαμενή ύδρευσης και κατοικίες που καταστάφηκαν μεταγενέστερα.



Το κάστρο της Φορτέτζας, στο οποίο μεχρι σήμερα δεν έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφές, «φιλοξενεί» τους εξής χώρους :
Η κεντρική πύλη βρίσκεται ανατολικά ανάμεσα στους προμαχώνες του Αγίου Λουκά και του Αγίου Νικολάου που ήταν οι προστάτες της και αποτελείται από μια μεγάλη στοά που περνάει ανάμεσα στα τείχη, αρκετά ψηλή για να επιτρέπει την κίνηση των στρατιωτών, των βαγονιών και των πυροβόλων.ενώ στην εξωτερική πλευρά υπήρχε το έμβλημα της Βενετίας (το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου).




Η κατοικία του Ρέκτορα. ΄Ηταν επιβλητικό συγκρότημα κτιρίων, του οποίου σώζονται ερείπια.


Καθεδρικός ναός. Θεμελιώθηκε το 1583 και ήταν αφιερωμένος στον ΄Αγιο Νικόλαο. Το 1648 ο Ιμπραήμ Χαν τον μετέτρεψε σε τζαμί αφού προστέθηκε μεγάλος θόλος διαμέτρου 11μ. Είναι μεγάλος τετράγωνος χώρος, στεγασμένος με τρούλλο. Σώζεται η βάση του μιναρέ και το μιχράμπ.Στο χώρο υπάρχουν ακόμα δύο εκκλησίες, της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Θεοδώρου του Τριχινά.
Πυριτιδαποθήκες. Μέσα στο φρούριο σώζονται δύο πυριτιδαποθήκες. Είναι ορθογωνικά κτίσματα με σκαφοειδή θόλο και θυρίδα αερισμού. Οι τοίχοι τους είναι χοντροί με μικρές πόρτες και διαθέτους δεύτερους χώρους για την καλύτερη ασφάλεια της πυρίτιδας. Οι Βενετοί τις έκτισαν σε απομονωμένα σημεία μέσα στο κάστρο, σε σημεία που τα τείχη ήταν ενισχυμένα για να αντιστέκονται στα βόλια των κανονιών ενώ υπάρχουν τρύπες εξαερισμού, έτσι ώστε να διατηρείται η πυρίτιδα στεγνή.



Δεξαμενές. Υπήρχαν αρκετές δεξαμενές στο κάστρο. Οι επίπεδες οροφές μάζευαν το νερό που κατέβαινε με σωλήνες στις δεξαμενές. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της τεχνικής συναντάται στον προμαχώνα του Αγίου Ηλία, ο οποίος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό σημείο του κάστρου στα αριστερά της πυριτιδαποθήκης. Το δωμάτιο είναι ανοικτό και είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες απόψεις του κάστρου.
Αποθήκη πυροβολικού. Αποτελείται από ισόγειο και όροφο, καλυμμένο με δύο καμάρες. Η είσοδος του ισογείου έφερε τοξωτό υπέρθυρο. Το ξύλινο πάτωμα του ορόφου στηριζόταν σε τρεις πεσσούς. Κατασκευάστηκε για τη φύλαξη κανονικών και διαφόρων εξαρτημάτων του πυροβολικού.
Πιθανό Επισκοπικό Μέγαρο. Αποτελείται από δύο κτίσματα, από τα οποία το μεγαλύτερο διαθέτει έναν ενιαίο χώρο, που καλύπτεται με καμάρες, ενώ το μικρότερο προστέθηκε μεταγενέστερα. Θεωρείται ως επισκοπικό μέγαρο, λόγω της γειτνίασής του με τον καθεδρικό ναό. Μη Αναγνωρισμένα Κτίρια. Οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν ελάχιστα γι΄ αυτά τα κτίρια. Το προπέτασμα τσιμέντου στην ανατολική πλευρά χρονολογείται από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδηγεί στο δωμάτιο όπου φυλακίστηκαν οι κρητικοί αγωνιστές της αντίστασης που εκτελέστηκαν από τους Ναζί.




Κατοικίες Πολιτών. Οι κάτοχοι αυτών των σπιτιών ήταν φτωχοί, γι΄ αυτό και η κατασκευή των σπιτιών ήταν κακή, με συνέπεια να έχουν σωθεί ελάχιστα ερείπια απ' αυτά.
Πηγή:Δήμος Ρεθύμνου.